Ήταν στο Cihangir που έμαθα για πρώτη φορά ότι η Κωνσταντινούπολη δεν ήταν ένα ανώνυμο πλήθος περιφραγμένων ζωών - μια ζούγκλα διαμερισμάτων όπου κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν νεκρός ή ποιος γιορτάζει - αλλά ένα αρχιπέλαγος γειτονιών στις οποίες όλοι γνώριζαν ο ένας τον άλλον.
_Ορχάν Παμούκ
Μία προσφορά στα αεροπορικά εισιτήρια και κάποιες τύψεις για τα μαθήματα ιστορίας της βυζαντινής αρχιτεκτονικής που δεν παρακολούθησα με οδήγησαν τον Οκτώβρη που μας πέρασε στην Κωνσταντινούπολη.
Δεν παρέλειψα να έχω ετοιμάσει την απαραίτητη λίστα με πράγματα που ήθελα να δω από κοντά, πέρα από τις μικρές εικόνες των βιβλίων που αναγκάστηκα να διαβάσω. Ενώ η λίστα μεγάλωνε μέρα με τη μέρα, όταν φτάσαμε εκεί ο περιορισμός του διαθέσιμου χρόνου μείωσε κατά πολύ τις επιλογές μας. Και κάπως πριν ακόμα ολοκληρώσω αυτό το ταξίδι αποφάσισα ότι θα πρέπει να το επαναλάβω για να ολοκληρώσω την εξερεύνηση μου.
Δεν θα ήμουν εγώ αν δεν ξεκινούσα αυτήν την καταγραφή αναμνήσεων με το φαγητό. Το σημαντικότερο μέρος της εξερεύνησης μας ήταν τα μικρά εστιατόρια στα οποία το φαΐ ήταν φθηνό και άφθονο. Μέχρι την αναχώρηση μας ένιωθα να ξεχειλίζω από σιροπιαστά γλυκά και κεμπάπ. Με την πρώτη ματιά τα μαγαζιά με τις τεράστιες φωτογραφίες στην πρόσοψη που απεικόνιζαν κάθε πιάτο από το μενού ίσως δεν είναι η πρώτη επιλογή κάποιου. Παρόλα αυτά ο ανεξέλεγκτος έρωτας μας για το φαγητό θόλωσε τη λογική μας (πάλι καλά!) και έτσι επί τέσσερις ημέρες τρώγαμε με μικρά διαλείμματα για να εξερευνήσουμε τα αξιοθέατα.
Ξεκινούσαμε τις εξορμήσεις μας από ένα μικροσκοπικό δωματιάκι σε ένα πολύχρωμο κτίριο πίσω από το Μπλέ Τζαμί, που θυμίζει παλιά Αθήνα με την αυλή στο κέντρο στην οποία μαζεύονται οι φιλοξενούμενοι για να πιουν το πρωινό τους τσάι πριν το ξεκίνημα της μέρας τους. Ήταν κρυμμένο στο πιο στενό δρομάκι που για να το ανακαλύψεις χρειαζόσουν περισσότερο διαίσθηση παρά GPS αλλά κάθε φορά που επέστρεφα για να ξεκουραστούμε ενιωθα σαν να ήμουν κάτοικος της πόλης, πέρα από την τουριστική χλιδή των κεντρικών ξενοδοχείων.
Κατάλαβα ότι το Τοπ Καπί είναι αρκετά μεγάλο ανάκτορο όταν κοίταξα το ρολόι τέσσερις ώρες μετά από την είσοδο μας από τη μεγαλοπρεπή πύλη. Παρόλα αυτά εκείνο που με συνεπήρε δεν ήταν το μέγεθος αλλά τα πλακάκια στα μωσαϊκά, που τα έντονα χρώματα τους φωτογράφισα κατά κόρων. Πέρα από το εκτενές φωτογραφικό αρχείο πλακιδίων, πήρα μαζί μου και ατελείωτους πόνους σε πόδια και μέση.
Αν και η μεγάλη αναμονή μας γέννησε αμφιβολίες για το αν αξίζει να χάσουμε τόσο χρόνο απλά για να ανέβουμε σε έναν πύργο τελικά ανταμειφθήκαμε από την ωραιότερη θέα της Κωνσταντινούπολης από την πλατεία Ταξίμ εώς το Μπλε Τζαμί, γυρνώντας γύρω γύρω τα λίγα μέτρα μπαλκονιού στην κορυφή του Πύργου του Γαλατά ήταν μία ζωντανή πανοραμική φωτογραφία η οποία δε θα μπορούσε ποτέ να αποτυπωθεί στο φακό όπως την είδαμε τότε.
Θα συμπεριλάβω κάπου εδώ και την Αγία Σοφία που ήταν ο βασικότερος λόγος πίσω από την επίσκεψή μου λόγω του αρχιτεκτονικού του ενδιαφέροντος. Βλέποντας από κοντά αυτό το μάζεμα πολιτισμών που είναι εμφανής στο τρόπο δόμησης του κτιρίου αλλά και διαμόρφωσης του χώρου, νιώθει κανείς να περιηγείται στην ιστορία μιας πόλης από την Ρωμαϊκή Εποχή, το Βυζάντιο έως και την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Θα μπορούσα να αναφέρω πολλά αξιοθέατα της Πόλης αλλά αυτά τα βρίσκει κανείς και σε έναν τουριστικό οδηγό. (υπάρχουν ακόμα;) Ένα από τα πιο σωστά πράγματα που έκανα σε αυτό το ταξίδι όπως και σε κάθε άλλο ταξίδι είναι να μην χρησιμοποιώ μέσα μεταφοράς. Αυτό χρησιμεύει κυρίως στο να εξοικονομίσει κανείς λεφτά και να αποκτήσει κάλους, αλλά εμένα εκτός από αυτά μου προσέφερε πολλές εικόνες που δεν θα έβλεπα στις βόλτες μου από το ένα αξιοθέατο στο άλλο. Οι τοπικές αγορές στις οποίες ο κόσμος μαζεύεται το μεσημέρι και τρώει κάτι γρήγορο στα μικροσκοπικά ταβερνάκια και οι ηλικιωμένοι που μαζεύονται στην γέφυρα του Γαλατά για ψάρεμα τα Σαββατοκύριακα θύμιζαν μικρό νησιωτικό χωριό και όχι μία πόλη εκατομμυρίων.
Η καλύτερη μου ενασχόληση αυτό το πενθήμερο ήταν η ενδελεχής παρακολούθηση του βασιλικού κατοίκου της πόλης. Της γάτας. Τις παρατηρούσα να αράζουν μέσα και έξω από μαγαζιά, να τις καλωσορίζουν οι κάτοικοι στις καρέκλες τους στα καφενεία. Περιφέρονταν νωχελικά ανάμεσα στο πλήθος και αδιαφορούσαν για την υπέρμετρη προσοχή που λαμβάνουν από τους τουρίστες.
Πέρα από τη συλλογή φωτογραφιών γατών και πλακακιών με κέρδισαν και οι οροφές των κτιρίων. Περπατούσα λοιπόν με το κεφάλι στραμμένο προς τα πάνω με αποτέλεσμα πολυάριθμες τούμπες και συγκρούσεις με άλλους επισκέπτες. Με αποζημίωνε όμως η θέα. Είτε τρούλοι με πολύχρωμα σχέδια, είτε χρυσά γεωμετρικά σχέδια που θύμιζαν κεντήματα, η λεπτομέρεια και η έκταση αυτών των έργων τέχνης είναι εντυπωσιακή.
Το ταξίδι μου όπως και αυτό το άρθρο κλείνει με μία από αυτές τις τουριστικές βόλτες στο Βόσπορο που σνόμπαρα ιδιαίτερα όντας μία εναλλακτική εξερευνήτρια τόπων. Όταν ξεκινήσαμε την περιήγηση και προσπαθώντας να διακρίνουμε από τα παμπάλαια μεγάφωνα την περιγραφή των οροσήμων της πόλης. Έτσι προσπαθώντας να μαντέψουμε την ιστορία και την ταυτότητα κάθε κτιρίου που συναντούσαμε πέρασαν δύο από τις πιο ευχάριστες ώρες μας.
_Κατερίνα Καραϊωάννογλου
Комментарии