Χρειάστηκε μία πανδημία και ο συνακόλουθος υποχρεωτικός εγκλεισμός, για να αποφασίσω να ανοίξω λογαριασμό στο Netflix (είμαι μάλλον από τους τελευταίους που μυήθηκαν). Και ενώ στα αρχικά μου σχέδια ήταν να βλέπω μόνο ταινίες και ντοκιμαντέρ, οι ήδη μυημένοι φίλοι μου με βομβάρδιζαν με σειρές-προτάσεις. Ευτυχώς σε δύο από αυτές ενέδωσα. Άλλωστε, η εγκυρότητα και η αρτιότητα με τις οποίες αποδίδονται οι κοινωνικοθρησκευτικές συνθήκες γύρω από τις οποίες εξελίσσονται οι ιστορίες των ηρωίδων του “Unorthodox” και του “Kalifat”, συχνά σε ωθούν να τις συγκρίνεις με ντοκιμαντέρ (από τα πιο συναρπαστικά).
Το “Unorthodox” αποτελεί μία γερμανοαμερικνική μίνι σειρά βασισμένη στο ομώνυμο αυτοβιογραφικό βιβλίο της Deborah Feldman. Πρωταγωνίστρια είναι η Esty, μία Εβραία μόλις 19 χρονών, παντρεμένη ήδη από την ενηλικίωσή της, καθώς αποτελεί μέλος μιας Χασιδικής κοινότητας στο Μπρούκλιν. Πρόκειται για μία κοινωνία υπερορθόδοξων Εβραίων που τηρούν με προσήλωση και αυστηρότητα ό,τι προστάζει η Τορά (ο Νόμος που έδωσε ο Μωυσής). Σύμφωνα, λοιπόν, με την Τορά προορισμός και μοναδική δυνατότητα καταξίωσης της γυναίκας συνιστά ο γάμος και η τεκνοποίηση. Ο δε γάμος, όπως αποτυπώνεται και στη σειρά, αποτελεί φυσικά αποτέλεσμα συνοικεσίου και σε αυτόν η γυναίκα εμφανίζεται πλήρως υποταγμένη στον άνδρα. Οι νεόνυμφες γυναίκες οφείλουν να αποχωριστούν τα μαλλιά τους –σύμβολο συνυφασμένο με την αδάμαστη θηλυκή φύση- και να φορούν περούκες και τυρμπάν. Μάλιστα η αντίστοιχη σκηνή στη σειρά θεωρείται από τις πιο δυνατές και φορτισμένες συναισθηματικά.
Και τότε αρχίζει μία αγχωτική, καταναγκαστική πολλές φορές διαδικασία απόκτησης παιδιών. Η απόλαυση μάλλον συνιστά απαγορευμένη λέξη, ενώ ιδιαίτερη εντύπωση προξενεί το γεγονός πως στη σειρά το παντρεμένο ζευγάρι δεν ανταλλάσει ούτε ένα φιλί κατά τη διάρκεια της συμβίωσής του. Εν προκειμένω πρόκειται για την απόλυτη ένδειξη μιας καταπιεσμένης τρυφερότητας, μιας και κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται στις θρησκευτικές διδασκαλίες. Ωστόσο σε άλλες περιπτώσεις ίσως να συνιστά την ολότελη απουσία αυτής της τρυφερότητας. Και αν τελικά αυτό το πολυπόθητο παιδί αργεί να έρθει, τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας και της ευρύτερης κοινότητας καιροφυλακτούν για να ασκήσουν την κριτική τους και να κάνουν υποδείξεις. Έτσι ο υποκριτικός σεβασμός προς το γυναικείο πρόσωπο καταρρέει. Υπό αυτές τις ψυχοφθόρες συνθήκες, η Esty σχεδιάζει και υλοποιεί την απελευθέρωσή της.
Κι αν το “Unorthodox” αφήνει μία γλυκιά και αισιόδοξη επίγευση μετά την παρακολούθησή του, δε συμβαίνει το ίδιο με το πολύ πιο σκληρό “Kalifat”. Η τραγική ειρωνεία διέπει απόλυτα αυτή τη σειρά σουηδικής παραγωγής. Εδώ η ηρωίδα δεν είναι μία αλλά τρεις, με την Πέρβιν και τη Σούλε να διάγουν βίους αντιπαράλληλους, με το παρελθόν της πρώτης να αποτελεί παρόν της δεύτερης, ενώ το μέλλον της δεύτερης παρόν της πρώτης. Ακούγεται περίπλοκο; Η Πέρβιν, η πιο τραγική φιγούρα, είναι μία νέα γυναίκα μουσουλμάνα, η οποία αν και αναθρεμμένη στη Σουηδία, ζει πλέον στη Ράκκα της Συρίας, παντρεμένη με έναν τζιχαντιστή. Κι όλο αυτό από υποτιθέμενη δική της επιλογή, ή μήπως όχι; Πλέον τη βρίσκουμε να προσπαθεί να αποδράσει μαζί με την μηνών κόρη της πίσω στη Σουηδία. Σε αυτό το εγχείρημα έρχεται να τη βοηθήσει η Φατίμα, μία πολίτης της Σουηδίας, που εργάζεται στις μυστικές υπηρεσίες του κράτους. Φυσικά αυτό δε γίνεται χωρίς αντίτιμο, αφού η Πέρβιν είναι υποχρεωμένη να παρέχει με κίνδυνο της ζωής της πληροφορίες στη Φατίμα, με στόχο την αποτροπή μιας επικείμενης τρομοκρατικής ενέργειας στη Σουηδία. Από την άλλη, η Σούλε είναι μία έφηβη μουσουλμάνα, μέλος μιας προοδευτικής οικογένειας που ζει στη σκανδιναβική χώρα. Προσηλυτίζεται όμως από έναν συγκαλυμμένο τζιχαντιστή και ονειρεύεται τη μετάβαση στη Ράκκα, όπου θα μπορεί να λατρεύει ελεύθερα το θεό της.
Στη σειρά, λοιπόν, τα ζητήματα που θίγονται, μπορούν να καταταχθούν σε δύο βασικούς άξονες: τη ζωή της γυναίκας στο Ισλαμικό Κράτος και την στρατολόγηση νεαρών γυναικών της Δύσης από τους τζιχαντιστές. Με βάση το Κοράνι (τουλάχιστον την ερμηνεία του από τους σκληροπυρηνικούς μουσουλμάνους) η γυναίκα κατέχει πολύ κατώτερη θέση από τον άνδρα, ο οποίος εμφανίζεται απόλυτος εξουσιαστής της αλλά και τιμωρός της σε περίπτωση μη τήρησης των «καθηκόντων» της, αλλά και για τη «βελτίωση» του χαρακτήρα της. Όταν ο Χουσάμ, σύζυγος της Πέρβιν, εκφράζει τον προβληματισμό του σε ένα άλλο μέλος της εξτρεμιστικής ομάδας στην οποία ανήκει για το αν θα πρέπει να αγοράσει ένα κινητό τηλέφωνο στη γυναίκα του, η συμβουλή είναι να την ξυλοφορτώσει! Άλλες χαρακτηριστικές αποδείξεις αυτής της απανθρωποίησης της γυναίκας και της απώλειας της ξεχωριστής της υπόστασης, αποτελούν τόσο το δικαίωμα του άνδρα στην πολυγαμία, όσο και η φυλάκιση των γυναικών που χηρεύουν. Σε μία άλλη ενδιαφέρουσα σκηνή της σειράς, αποτυπώνεται η τεράστια σημασία που δίνεται στο νικάμπ, την ολόσωμη αμφίεση που οφείλουν να φορούν οι μουσουλμάνες. Εν μέσω βομβαρδισμών και τραυματισμού του Χουσάμ, οι σύντροφοί του τον μεταφέρουν στο σπίτι και προειδοποιούν την Πέρβιν να καλυφθεί. Κι όμως, δεν εννοούν να προστατευθεί από τις εκρήξεις αλλά να φορέσει γρήγορα το νικάμπ της.
Σε ένα άλλο μήκος και πλάτος του πλανήτη, στη Σουηδία παρατηρούμε έντρομοι τη μεταστροφή της έξυπνης και δυναμικής Σούλε, μιας νέας που πρακτικά είχε ό,τι επιθυμούσε, σε μία βαθιά θρησκευόμενη μουσουλμάνα που νιώθει καταπιεσμένη, γιατί η Δύση στραγγαλίζει τα θρησκευτικά της ‘πιστεύω’. Αξίζει να σημειωθεί πως οι δημιουργοί της σειράς εμπνεύστηκαν από αληθινά περιστατικά. Η πλύση εγκεφάλου που επιδιώκεται να γίνει στους νέους είναι λυπηρή αλλά και εγκληματική. Στα όπλα όμως των τζιχαντιστών δε συγκαταλέγεται μόνο η προπαγάνδα, αλλά η μπερδεμένη και επαναστατική φύση της εφηβείας. Οι νέοι βρίσκονται σε μία αγωνιώδη αναζήτηση ενός βαθύτερου νοήματος σε μία ασφυκτικά επιφανειακή σύγχρονη ζωή. Η Τζιχάντ υπόσχεται ακριβώς αυτό: ένα βίο υψηλής πνευματικότητας και έναν αγώνα που η θυσία για ένα ύψιστο ιδανικό, την πίστη στον Αλλάχ, είναι απόλυτη καταξίωση.
Συγκρίνοντας τις καταστάσεις που βιώνουν οι ηρωίδες στις δύο σειρές, πέρα από την προφανή καταπίεση, η προσοχή μου εστιάστηκε στην εξής διαπίστωση: σε αυτές τις ακραίες θρησκευτικές ομάδες, οι γυναίκες επωμίζονται ένα υψηλό χρέος. Οι μεν Εβραίες έχουν το καθήκον να γεννήσουν πολλά παιδιά, ώστε να αντισταθμίσουν τον αφανισμό των εκατομμυρίων Εβραίων από τον Χίτλερ. Οι δε μουσουλμάνες οφείλουν να αποκτήσουν πολλά παιδιά και να προσφέρουν νέους πολεμιστές στον πόλεμο για την εξάπλωση του Ισλάμ. Σε αυτές τις ακραίες θρησκευτικές κοινότητες, η γυναίκα αναδεικνύεται στο σημαντικότερο όπλο και γι’ αυτό πρέπει να είναι καθυποταγμένη και εύκολα χειραγωγούμενη.
Η θέση της γυναίκας στη θρησκεία υπήρξε πάντοτε υποδεέστερη. Οι γυναίκες ήταν μιαρές, δεν επιτρεπόταν να λάβουν θρησκευτικά αξιώματα (η πάπισσα Ιωάννα στέλνει χαιρετισμούς), έπρεπε λιγότερο ή περισσότερο να είναι καλυμμένες, ή ακόμα και να καίγονται στην πυρά μαζί με τους νεκρούς συζύγους τους (ινδουισμός). Α ναι! Και τα πιο ελεύθερα πνεύματα δεν ήταν παρά μοχθηρές μάγισσες. Κι ενώ θα θέλαμε τέτοιες εκδηλώσεις να κατέχουν μόνο ιστορική σημασία εν έτει 2020, ο θρησκευτικός εξτρεμισμός δεν το επιτρέπει. Σήμερα οι γυναίκες έχουν κατορθώσει με μακροχρόνιους και επίπονους αγώνες να χειραφετηθούν (μάλλον συνέβαλε σε αυτό και η αυξημένη ανάγκη για εργατικά χέρια μετά τη βιομηχανική επανάσταση-ζήτημα ίσως επόμενης συζήτησης), όμως κάποιες αντιμετωπίζονται ακόμα σαν κατώτερα όντα, σαν άψυχα αντικείμενα. Τι μπορούμε να κάνουμε εμείς για αυτές τις γυναίκες;
/δ
*Η εικόνες έχουν επεξεργάσθει ψηφιακά για χρήση στο συγκεκριμένο άρθρο
Comments