top of page

Καλοκαιρινή Ιεροτελεστεία



Ντάλα ο ήλιος. Ζέστη πολλή. Ζαλισμένη σχεδόν από ηλίαση. Σηκώνομαι βαριά, σκύβω, πιάνω τη ψάθα και τη τινάζω με όση δύναμη μου έχει απομείνει. Τη διπλώνω και την αφήνω στην άκρη. Παίρνω τη πετσέτα τη διπλώνω κι αυτή, τα μαζεύω και πάω προς το αυτοκίνητο. Περιμένω, περιμένω. Φεύγουν όλοι. Υπάρχει μια μικρή αναστάτωση.

«Άντε καλό μεσημέρι, Καλή όρεξη!»

Πείνασα. Έρχεται ο πατέρας μου, επιτέλους. Ανοίγει το αμάξι. Μια σταγόνα ιδρώτα κυλάει αργά στο πρόσωπο μου. Δεν φόρεσα ποτέ το καπέλο μου. Μπαίνω μέσα προσεκτικά, τινάζω τις παντόφλες, κλείνω τη πόρτα. Ξεκινάμε. Δέκα λεπτά υπόθεση. Φαίνεται ένας αιώνας. Θάλασσα βουνό μια ντουζίνα στροφές. Νομίζω ανακατεύομαι. Πάλι άδειο το στομάχι. Ανάθεμα και αν έφαγα ένα πρωινό ποτέ μου. Με παρατηρώ στο καθρέφτη του αυτοκινήτου. Τζίβα μαλλί, άγριο, τραχύ, μπουκλωτό. Στα φρύδια πέπλο από αλάτι. Απ’ το χνούδι των χεριών μου το πιάνω και το τρίβω. Τα μάγουλα αναψοκοκκινισμένα. Φτάσαμε. Ανοίγω τη πόρτα, βγαίνω έξω. Ο μικρότερος ανοίγει πάντα τη καγκελόπορτα, νόμος. Αφήνω το αμάξι να με προσπεράσει. Ο ήλιος συνεχίζει και με καψαλίζει, φλαπ φλαπ οι παντόφλες, έφτασα στη σκιά της πιλοτής. Ανακούφιση! Ανεβαίνω τα σκαλιά, τι ωραία η δροσιά του σπιτιού.

Ξεκινάει Γολγοθάς. Ανάβει το θερμοσίφωνο και κόβω εισιτήριο για την ουρά. Ποιος θα πρωτομπεί για μπάνιο. Ένα σοι δρόμος.

«Μη κάτσεις στο καναπέ έχεις αλάτια», λέει η μάνα μου.

Χαζεύω στη τηλεόραση, κυρίως από χαμηλά αφού πλέον βρίσκομαι στο πάτωμα. Έρχεται η σειρά μου, δόξασι! Ήρθε η ώρα μου. Μπαίνω και κλειδώνω. Τι κι αν έχω καεί σήμερα, πετάω καυτό νερό πάνω μου. Ανοίγω τα ανάγλυφα γυάλινα στόρια του παραθύρου. Μπαίνει μέσα ένα απαλό δροσερό αεράκι και με χτυπά στο πρόσωπο. Ανατρίχιασα λίγο και δυναμώνω το ζεστό. Πάντα το ‘χα μυστικό, να κάνω μπάνιο και να κοιτάζω έξω το πίσω χωράφι και τα δέντρα. Εκεί που απολαμβάνω τη θέα χτυπάει η πόρτα. Η ξαδέρφη μου.

«Τελειώνεις; Άντε, κάνε γρήγορα. Περιμένουν κι άλλοι τη σειρά τους.»

Το παίρνω απόφαση, πρέπει να βιαστώ. Βγαίνω από το μπάνιο, σαφώς με καθυστέρηση.

«Τελείωσα!» Φωνάζω.

Πάω στο δωμάτιο και ετοιμάζομαι. Φοράω τα καλοκαιρινά μου πυτζαμάκια και βάζω τη κρέμα μου. Βρεγμένο μαλλί και χτένισμα απαγορεύονται εντός της οικείας, θα φωνάζει η θεία. Βγαίνω στο μπαλκόνι σαν την Ιουλιέτα και ψάχνω τον Ρωμαίο μου. Προσπαθώ να βρω τον μελαχρινό στο παρακάτω σπίτι αλλά ατύχησα. Χτενίζομαι αργά μέχρι να στρωθεί το τραπέζι. Με μια κίνηση βιαστική πιάνω τα μαλλιά μου και βγάζω από τις άκρες τις τελευταίες τούφες, τις πετάω από το μπαλκόνι και τις βλέπω να χάνονται.

«Ελάτε, τρώμε.» ακούω και δε βλέπω την ώρα.

Πάω στη κουζίνα και βλέπω ένα τραπέζι γεμάτο μυρωδιές. Καθόμαστε σιγά σιγά και περιμένουμε να μαζευτούμε όλοι. Πάλι φούσκωσα από τις μπύρες. Ο κάθε κατεργάρης στο πάγκο του. Ο πατέρας μου και ο θείος μου στο καθιερωμένο μεσημεριανό τους τάβλι, οι γυναίκες στη κουζίνα πλένουν πιάτα, τα τέκνα κόκα κόλα για τη χώνεψη και στη τηλεόραση για μόρφωση. Αυθεντική ελληνική οικογένεια.

Ξαφνικά νεκρική σιγή. Όλοι στα κρεβάτια τους για τη μεσημεριανή ελληνική δίωρη “σιέστα”. Για να χωνέψεις το φαΐ. Βαρετές ώρες. Σα να έπεσε λίγο η ένταση του ήλιου και ήδη ακούγονται οι πρώτες βραχνές φωνές από τον ύπνο.

«-Να κάνω καφέ; -Ναι φτιάξε ένα καφεδάκι.»

Η καλύτερη ώρα. Το νερό από το πλυμένο μπρίκι τσιτσιρίζει στο μάτι. Δεν άργησε πολύ, μύρισε ελληνικός. Ανοίγουν τη μπαλκονόπορτα και ξεχύνονται όλοι στη βεράντα. Όχι τυχαία. Ο καθένας κάθεται στη θέση του.

«Αχ βρε αγάπη μου, θα πας να μου φέρεις τα τσιγάρα;»

μαντέψτε ποιος, ο μικρότερος… νόμος. Ήρθε η ώρα μου, δύο τρεις κουβέντες και έφυγα. Έχω δουλειά να κάνω, έχω και ‘γω τη θέση μου, με περιμένει. Το πίσω μπαλκονάκι. Η ώρα της ιεροτελεστίας.

Παίρνω το βιβλίο μου, κάθομαι στη καρεκλίτσα μου, βγάζω τις παντόφλες, απλώνω τα πόδια στα κάγκελα και με το τελευταίο φως της ημέρας ξεκινάω το διάβασμα. Όσο πάει, όσο θέλει η ώρα.

«Νομίζω δε βλέπω, μα τι συμβαίνει… γιατί αργώ να διαβάσω;»

Σκοτείνιασε. Τελευταία φορά που κοίταξα υπήρχε γαλάζιο. Να ανάψω φως; δε τρελάθηκα. Έχει κουνούπια στο χωριό. Θα μείνω θεατής του θαύματος. Ακουμπάω το κεφάλι μου στον ασβεστωμένο τραχύ τοίχο και κοιτάω ψηλά. Εδώ ξεκινά η μαγεία. Ξαστεριά. Χιλιάδες άστρα ξεπροβάλλουν. Η γιαγιά μου, μου έλεγε να μη μετράω τ’ αστέρια γιατί θα βγάλω μυρμηγκιές. Το είχα καημό και σαν μυστικό τα μετρούσα από μέσα μου. Μα τι όμορφη βραδιά! Γυρνάει ο θόλος και γω απλός παρατηρητής. Να η Πούλια… να και η μικρή, να και η μεγάλη Άρκτος! Ποια φαινόμενα πεφταστεριών από κομήτες, εδώ βρέχει κάθε μέρα! Πόσες ευχές ειπώθηκαν... κρυφά, φανερά, επανειλημμένα.

Πάνε χρόνια, πάει καιρός και σα να μου ‘χουν λείψει η θάλασσα, το εισιτήριο, το φαγητό, η παρέα, η σιέστα, ο καφές, το βιβλίο και οι ευχές.


ΚΘ.




56 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων
bottom of page