Μπήκε ο τελευταίος μήνας του θέρους και μαζί του η τελευταία σου ευκαρία για ανέμελες ώρες στην παραλία κάτω από ένα αλμυρίκι να λαγοκοιμάσαι ανάμεσα στις βουτιές και να ταξιδεύεις σε φαντάστικές και αληθινές ιστορίες μέσα στις σελίδες ενός βιβλίου.
Αν όμως ψήνεσαι μες την πόλη και η μόνη σου ευκαιρία για διάβασμα είναι τα μεσημέρια στο μπαλκόνι ή τα 10 λεπτά διαδρομής του μετρό για την δουλειά ένας παραπάνω λόγος να χαθείς μέσα σε ένα βιβλίο και να ξεχάσεις το ποτάμι ιδρώτα που κυλάει από το κούτελο σου.
Και έδω εμφανιζόμαστε εμείς να σε βγάλουμε από το αιώνιο δίλημμα όταν επιλέγεις το βιβλίο του καλοκαιριού: "Μου αρέσει το εξώφυλλο, αλλά θα μου αρέσει το περιεχόμενο;"
Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ - Ernest Hemingway
Ένα αλληγορικό κείμενο που διαβάζεται σε λίγες ώρες. Η γλώσσα του Hemingway δεν εκπέμπει τίποτα το πομπώδες, το εξεζητημένο και έτσι πετυχαίνει να ξεγυμνώσει. Χαρακτηρίζεται από μία εύστοχη απλότητα, όσο απλό μα καίριο και διαχρονικό προβάλλει και το νόημα της ιστορίας. Ο γέρος δίνει το μεγαλύτερο αγώνα της ζωής του προσπαθώντας να ψαρέψει έναν τεράστιο ξιφία. Το κατορθώνει κι όμως η ιστορία αφήνει μία επίγευση ματαιότητας. Το σθένος του γέρου είναι αξιοθαύμαστο αποδεικνύοντας πως όταν υπάρχει κίνητρο, τα εμπόδια δύνανται να υπερκεραστούν. Αρκεί, ωστόσο, αυτό; Ο άνθρωπος αντιμάχεται τη φύση με μανία εδώ και αιώνες. Πρόσκαιρα νομίζει πως τη δαμάζει μα στο τέλος εκείνη πάντα ανταποδίδει. Φαινομενικά το ηθικό δίδαγμα αποτελεί κοινό τόπο. Αντιλαμβανόμενος, όμως, όσα διαδραματίζονται παγκοσμίως, αναρωτιέσαι πού απεμπολήθηκε η κοινή λογική. Σε ποιο παράλλογο, δυστοπικό σύμπαν η επιθυμία για οικονομικό κέρδος παραγκωνίζει το αυθεντικό ένστικτο επιβίωσης; Ο γέρος σεβόταν τον ξιφία, αλλά αυτο δε στάθηκε αρκετό. Σήμερα στη σχέση του με τη φύση ο άνθρωπος δε διατηρεί τέτοια πραότητα. Αυτό λοιπόν, το δίπολο της παντοδυναμίας του ανθρώπου και αυτής της τόσο αλλιώτικης παντοδυναμίας της φύσης καθιστά την ανάγνωση (ξανά και ξανά) αυτού του βιβλίου αναπόδραστη.
"Ένιωσε τότε λύπηση για το μεγάλο ψάρι, εκεί κάτω, που δεν είχε τίποτα να φάει. Η απόφασή του ωστόσο να το σκοτώσει, στιγμή δεν άλλαξε μ' όλη του τη λύπη γι' αυτό. "Πόσους ανθρώπους θα θρέψει;" συλλογίστηκε. "Τους αξίζει όμως να το φάνε;(...)"
ΚΡΑΤΑ ΤΟ ΣΟΟΥ - Θεοδόσης Μίχος
18+1 συναυλίες. Ή μήπως όχι; Ο ήρωας και η ζωή του ξεπροβάλλουν, ξετυλίγονται, μας συστήνονται μέσα από 19 ιστορίες. Πόσα μπορεί να σου φέρει μια συναυλία; Τι ιστορίες θα φτιάξεις; Από το δημοτικό θέατρο και το Αχίλλειον του Βόλου μέχρι το Ρόδον και το AN club, στην Ολλανδία και την Νέα Υόρκη και πάλι πίσω στο Gagarin και το Πήλιο. Το soundtrack της ζωής του το έπαιξαν ο Φοίβος (Δεληβοριάς), ο Βασίλης (Παπακωνσταντίνου), Panx Romana, Τρύπες, dEUS, Κωνσταντίνος Βήτα, Morrissey και πολλοί ακόμα. Κάτω από αυτές τις μουσικές ξετυλίγονται τα βιώματα του ήρωα που με το πέρασμα των σελίδων γίνεται φίλος μας. Δεν είναι ανάγκη να ακούς την ιδιά μουσική με τον ηρώα για να αράξεις μαζί του να κάνετε ένα τσιγάρο και να σου πει την ιστορία του.
Πιστεύω θα ταυτιστείς μαζί του. Όταν διάβασα το βιβλίο ένιωσα την πάλη του ήρωα που μάλλον όλοι βιώνουμε για να κρατήσουμε το σόου. Να ισορροπήσουμε, να βρούμε τον εαυτό μας. Οικογένεια, κοινωνία, από την εφηβεία στην ενηλικίωση, έρωτες, λάθος επιλογές, πάλι έρωτες, και Εκείνη. Όλη η αφήγηση δημιουργεί τόσο κινηματογραφικές εικόνες.
Διάβασα το βιβλίο το 17. Δεν θυμάμαι πολλές λεπτομέρειες. Θυμάμαι όμως την αίσθηση που μου προκάλεσε η ανάγνωσή του και τις κινηματογραφικές εικόνες που μου δημιούργησε . Την γλύκα να δημιουργείς ιστορίες και πόσο έντονη είναι η ανάμνηση αυτών που δημιουργήθηκαν με αφορμή κάποια συναυλία.
Θυμάμαι πως οι τίτλοι των κεφαλαίων είναι τετράστιχα τραγουδιών που σε εισάγουν σε αυτό που θα ακολουθήσει. Η ανάγνωση του βιβλίου είναι σα να μεγαλώνεις με τον ηρώα από κεφάλαιο σε κεφάλαιο.
Θυμάμαι πως αναφέρεται σε Εκείνη με τον Δεληβοριακο όρο.
Θυμάμαι πως Εκείνη του έδωσε κάποτε ένα μικρό σημείωμα που αυτός το κρατάει ακόμη διπλωμένο μέσα στο πορτοφόλι του.
Θυμάμαι στο τέλος του βιβλίου διάβασα πως "Ακόμα και αν δεν μας έχει μείνει τίποτε άλλο θα μας έχει μείνει ένα ποτήρι χαμένα όνειρα."
Εύχομαι κάποιος να σας αφήνει τέτοια σημειώματα που θα φυλάτε στο πορτοφόλι σας, να πηγαίνετε σε πολλές συναυλίες και η ζωή σας σαν ταινία να κυλά για να μην μείνετε με ένα ποτήρι χαμένα όνειρα. Καλή ανάγνωση.
ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ ΜΕ ΦΤΕΡΑ - Ρόκο και Αντόνια
"Κι έπειτα, όμως μην το πεις πουθενά, ξέρεις μερικές φορές αναρωτιέμαι αν όταν θα καταφέρουμε να αλλάξουμε τόσα πράγματα μέσα μας, να μην είμαστε πια καταπιεστικοί, να μην έχουμε πια αίσθημα ιδιοκτησίας και λοιπά και λοιπά, θα είναι ακόμα τόσο όμορφο ν’ αγαπάς κάποιον"
Σπάνια επιλέγω βιβλίο λόγω του εξωφύλλου αλλά περπατώντας στην Ακαδημίας μου τράβηξε το βλέμμα ο σουρεάλ τίτλος στη βιτρίνα του Ιανού. Το χιούμορ και τα εύστοχα σχόλια που δεν θυμίζουν δεκαπεντάχρονα παιδιά ικανοποίησαν πλήρως τον δύσκολο στην πρόσληψη του κωμικού στοιχείου εγκέφαλο μου.
Ξεκινώντας με μία σκηνή φαντασίωσης και αυνανισμού και καταλήγωντας σε δύο επιστολές χωρισμού, η ιστορία ακολουθεί των εφηβικό έρωτα του Ρόκκο και της Αντόνια στην Ιταλία του ’70. Και ίσως τώρα πιστεύεις ότι θα διαβάσεις για ένα ζευγάρι να τρέχει ανάμεσα στους αμπελώνες του Νότου και όχι να κινηγιέται από αστυνόμικους σε πορείες στο κέντρο της Ρώμης. Όλα ξεκινούν όταν ο Ρόκκο πάει σε μία διαδήλωση, σκέφτεται το θάνατο και συναντάει τον έρωτα και η Αντόνια με τη σειρά της προσπαθεί να ερωτευθεί και τελικά αποκοιμάται. Τελικά το παιχνίδι τελειώνει όπως κάθε παιχνίδι άλλωστε, έτσι και ο έρωτας τους.
Ίσως οι συγγραφείς να μην χαρακτηρίζονται από την πιο κομψή γλώσσα (οι βρισιές αποτελούν μεγάλο κομμάτι του κειμένου), το κείμενο εκφράζει με τον ρομαντικότερο τρόπο το νεανικό έρωτα, την ανακάλυψη της σεξουαλικότητας και της ιδεολογίας σε μία εποχή που καθόρισε την ιστορία της Ιταλίας και όλης Ευρώπης στον απόηχο του Μάη του ’68.
Αν και το διάβασα αρκετά μετά από την ηλικία στην οποία απευθύνεται με κάθε εισαγωγή στο ημερολόγιο της Αντόνια ή κάθε πρόταση στις επιστολές του Ρόκκο αισθανόμουν ότι ζούσα αυτήν την ταραχώδη εφηβία και αυτόν τον γεμάτο υποσχέσεις για το μέλλον έρωτα ακόμη και μετά το τέλος του.
"... μου’χει περάσει η πιο φοβερή απελπισία, αλλά μου’μεινε ένα μεγάλο κονφούζιο, μισό κιλό πίκρα, ένα μπούτι μελαγχολία, μία σπάλα αισθήματα και μερικά εντόσθια ελπίδα, ελπίδα για ένα λαμπερό μέλλονόταν θα είμαστε όλοι ελεύθεροι, κομμουνιστές, καλοί και όμορφοι"
TO TOYΝΕΛ- Ερνέστο Σάμπατο
To Toύνελ είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Ερνέστο Σάμπατο και δεδομένης της ζωής και του έργου του, θα περίμενε κανείς ότι πρόκειται για ένα πολιτικό βιβλίο. Κάθε άλλο, ή τουλάχιστον δεν είναι πολιτικό σε πρώτη ανάγνωση.
Το Τούνελ αφηγείται τη ζωή του ζωγράφου Χουάν Πάμπλο Καστέλ, ο οποίος μέσα από τη φυλακή περιγράφει το χρονικό της γνωριμίας και δολοφονίας της ερωμένης του, Μαρίας Ιριμπάρνε. Ο λόγος που διηγείται την ιστορία του εγκλήματός του, δεν είναι για να αναζητήσει τη συγχώρεση ή ίσως από ματαιοδοξία, προκειμένου να ασχοληθούν μαζί του οι κριτικοί τέχνης. Ψάχνει απλά κάποιον να τον καταλάβει, αφού ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε να τον καταλάβει ήταν η γυναίκα που σκότωσε.
Σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης ο Καστέλ, ενώ κατηγορεί τους κριτικούς τέχνης για μια πλαστή γνώση του αντικειμένου τους, μοιάζει να ψάχνει απεγνωσμένα κάποιον να τον κατανοήσει: να κατανοήσει αρχικά την τέχνη του, τα κίνητρά του και τέλος το λόγο που διέπραξε το έγκλημά του. Και συνεργούς βρίσκει όλους εμάς που διαβάζουμε την ιστορία του και ταυτιζόμαστε μαζί του, ακόμη κι αν γνωρίζουμε ότι αγγίζει την παράνοια.
Όπως πολύ όμορφα έχει γραφεί, ο Καστέλ είναι ίσως μία ανδρική μορφή Μήδειας, η ζήλια τον οδηγεί στην εκδίκηση. Δεν προέρχεται όμως η ζήλια από την αδυναμία να κατέχει το αντικείμενο του πόθου του, αλλά μάλλον - και αυτό είναι ενδιαφέρον- από την αδυναμία του να το αποτυπώσει στην πραγματικότητα έτσι όπως το φαντάζεται. Και ας μην ξεχνάμε εδώ ότι ο Καστέλ είναι βέβαια ζωγράφος.
Πώς συνδέεται όμως ο τίτλος Τούνελ με την ιστορία του Χουάν Πάμπλο Καστέλ και της Μαρίας Ιριμπάρνε; Αυτό θα το αφήσω να το βρείτε μόνοι σας!
“...Κι ήταν σαν να είχαμε σμίξει κι οι δύο σε λαγούμια ή τούνελ παράλληλα, δίχως να ξέρουμε πως προχωρούσαμε ο ένας πλάι στον άλλον, σαν ψυχές ολόιδιες σε καιρούς ολόιδιους, για να σμίξουμε εκεί που τελείωναν ετούτα τα λαγούμια, μπροστά σε μια σκηνή ζωγραφισμένη από μένα σαν κλειδί προορισμένο για εκείνη μονάχα…”
Comments